εξώροφος
Смотреть что такое "εξώροφος" в других словарях:
εξώροφος — ἑξώροφος, ον (Α) με έξι ορόφους, εξαώροφος … Dictionary of Greek
ἑξωρόφους — ἑξώροφος with masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξώροφα — ἑξώροφος with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξώροφοι — ἑξώροφος with masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)