εξώροφος

εξώροφος
ος , ον см. εξαόροφος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εξώροφος" в других словарях:

  • εξώροφος — ἑξώροφος, ον (Α) με έξι ορόφους, εξαώροφος …   Dictionary of Greek

  • ἑξωρόφους — ἑξώροφος with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξώροφα — ἑξώροφος with neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξώροφοι — ἑξώροφος with masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»